επιλυμαίνομαι

επιλυμαίνομαι
ἐπιλυμαίνομαι (Α) [λυμαίνομαι]
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”